- απόκλαρος
- ἀπόκλαρος, -ον (Α)βλ. απόκληρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπόκλαρος — ἀπόκλᾱρος , ἀπόκληρος without lot masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόκληρος — η, ο (AM ἀπόκληρος, ον, Α δωρ. τ. ἀπόκλαρος) όποιος έχει αποκλειστεί από την κληρονομιά, ο αποκληρωμένος νεοελλ. 1. αυτός που έχει οδηγηθεί σε κοινωνική απομόνωση 2. εκείνος που στερείται ουσιώδη αγαθά («απόκληρος της ζωής, της τύχης») αρχ. αυτός … Dictionary of Greek